- περίδρομος
- περί-δρομος: running round, round, circular; κολώνη, αὐλή, that can be run around, hence ‘detached,’ ‘alone,’ Il. 2.812, Od. 14.7.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
περίδρομος — 1 running round masc/fem nom sg περίδρομος 2 that which surrounds masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… … Dictionary of Greek
περίδρομος — ο 1. δρόμος γύρω από κάτι. 2. φλεγμονή στο άκρο του δαχτύλου, παρωνυχίδα, κολικόπονος: Να σε κόψει ο περίδρομος (κατάρα). 3. φρ., «Έφαγε τον περίδρομο», τόσο ώστε να τον πιάσει περίδρομος, κολικόπονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίδρομον — περίδρομος 1 running round masc/fem acc sg περίδρομος 1 running round neut nom/voc/acc sg περίδρομος 2 that which surrounds masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδρόμοις — περίδρομος 1 running round masc/fem/neut dat pl περίδρομος 2 that which surrounds masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδρόμου — περίδρομος 1 running round masc/fem/neut gen sg περίδρομος 2 that which surrounds masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδρόμους — περίδρομος 1 running round masc/fem acc pl περίδρομος 2 that which surrounds masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδρόμων — περίδρομος 1 running round masc/fem/neut gen pl περίδρομος 2 that which surrounds masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδρόμῳ — περίδρομος 1 running round masc/fem/neut dat sg περίδρομος 2 that which surrounds masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίδρομε — περίδρομος 1 running round masc/fem voc sg περίδρομος 2 that which surrounds masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίδρομοι — περίδρομος 1 running round masc/fem nom/voc pl περίδρομος 2 that which surrounds masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)